- συγχρονισμός
- ο1. χρονική σύμπτωση: Συγχρονισμός των ρολογιών.2. εκμοντερνισμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συγχρονισμός — ο, ΝΑ [συγχρονίζω] σύμπτωση ενεργειών ή συμβάντων ως προς τον χρόνο, χρονικός συντονισμός («συγχρονισμός κινήσεων») νεοελλ. 1. το να είναι ή να γίνεται κάτι σύμφωνο προς τις σύγχρονες αντιλήψεις, εκσυγχρονισμός 2. (ραδιοτεχν.) η ρύθμιση μιας… … Dictionary of Greek
ζωοοικολογία — Συνοπτική ονομασία των γενικών αρχών που κυβερνούν το περιβάλλον και ειδικότερα των σχέσεων μεταξύ των οργανισμών, με ιδιαίτερη έμφαση στο ζωικό βασίλειο. Άλλωστε, τα ζώα αντιπροσωπεύονται από περισσότερα από ένα εκατομμύριο είδη, ενώ τα φυτά… … Dictionary of Greek
sincronismo — (Del gr. synkhronismos.) ► sustantivo masculino Circunstancia de producirse dos o más cosas al mismo tiempo. SINÓNIMO sincronía * * * sincronismo (del gr. «synchronismós») m. Cualidad de sincrónico. ⊚ Circunstancia de ocurrir, moverse, etc., dos… … Enciclopedia Universal
ασυγχρονισμός — ο η έλλειψη συγχρονισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + συγχρονισμός (πρβλ. αγγλ. asynchronism] … Dictionary of Greek
ισοχρονισμός — ο [ισόχρονος] 1. το να γίνεται κάτι κατά ίσα χρονικά διαστήματα 2. ο συγχρονισμός, το να γίνεται κάτι την ίδια χρονική στιγμή … Dictionary of Greek
λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… … Dictionary of Greek
συγχρόνιση — η, Ν [συγχρονίζω] συγχρονισμός … Dictionary of Greek
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
βιορυθμοί — Η προσαρμογή (συγχρονισμός) ορισμένων ζωτικών φυσιολογικών λειτουργιών των οργανισμών στις περιοδικές μεταβολές παραγόντων του περιβάλλοντος (φως, θερμοκρασία, παλίρροιες, σεληνιακός κύκλος κλπ.). Με την προσαρμογή αυτή οι οργανισμοί καταφέρνουν… … Dictionary of Greek
διατοίχιση — Κίνηση ταλάντωσης ενός πλωτού μέσου γύρω από τον διαμήκη κεντροβαρικό άξονά του, η οποία γίνεται με διαδοχική ανύψωση και καταβύθιση των πλευρών ως προς την κανονική θέση τους. Ονομάζεται και μπότζι. Στα πλοία η δ. οφείλεται στην εναλλαγή μεταξύ… … Dictionary of Greek